Αναλόγιο
|
«Τα θλιβερά όσο και εξοργιστικά πολιτισμικά υποπροϊόντα με τα οποία ο τηλεοπτικός υπόκοσμος κυκλώνει αποπνιχτικά τον πολίτη, οδηγούν σε άκρως απαισιόδοξα συμπεράσματα για το περιέχον του κοινωνιακού μας συγκείμενου. Η φτώχεια, η στρέβλωση και ο ακρωτηριασμός της ελληνικής γλώσσας, η συντακτική ανακολουθία, η νοθεία και η αντιστροφή των άξιών, η παραχάραξη των νοημάτων, η απελπιστική ένδοια γνώσεων προβάλλονται με κομπορημοσύνη και προπέτεια. και προβαλλόμενες στο μέλλον, διαλεκτικά και αναπόδραστα αναπέμπουν στο παρελθόν.» Νεοκλής Σαρρής, Ελληνική Κοινωνία & Τηλεόραση, εκδ. ΓΟΡΔΙΟΣ, 1992 |
«Tα όρια της
νομιμότητας έγιναν ρευστά. Κριτήριο η «επιτυχία».
H κριτική είναι
μπανάλ. Πουλάμε; Tο κρίσιμο ερώτημα. O λόγος έγινε πιο
απλός αντί για πιο σύνθετος, όπως είναι
ο μορφωμένος σημερινός κόσμος. O
Τύπος μιμείται την τηλεόραση:
δείχνει. Κάνει ό,τι και η TV:
απλοποιεί τα πράγματα. Oι πιο γνωστοί, οι
πιο όμορφες γυναίκες, οι γαμπροί, οι
νύφες, οι κοσμικοί. Όλα μένουν ανοιχτά. Oι
κατηγορίες, οι φήμες που γίνονται
είδηση, οι ειδήσεις που γίνονται θέαμα.
Θέματα ανοίγουν σ’ ένα δελτίο και
κλείνουν σ’ ένα άλλο. Xωρίς
επιπτώσεις, χωρίς επακόλουθα. Ένα κοινό
συνηθίζει να κρίνει την πραγματικότητα
από το θέαμα που προσφέρει. Kαι αρχίζει να
εκλαμβάνει το θέαμα ως πραγματικότητα. Tο σκουπιδαριό, η
βία, η ατιμωρησία, η προσβολή της
προσωπικότητας οδηγούν στην ατομική
βία στην καθημερινή ζωή. Γονείς θέλουν να
λιντσάρουν ναρκομανείς, καρφώνουν τις
κόρες τους, δημοσιογράφοι ζητούν
εκτελέσεις, Ζητάδες σέρνουν Αλβανούς
στον δρόμο με αλυσίδα, σκοτώνουν
Τσιγγάνους στα μπλόκα, τροχονόμοι
δέρνουν γυναίκες-οδηγούς στο Σύνταγμα,
αγρότες πυροβολούν με καραμπίνα
Αλβανάκια που κλέβουν σταφύλια. Ίσως
δεν γίνονται περισσότερα εγκλήματα από
παλιά, τώρα, όμως, μπαίνουν πιο
φυσιολογικά, πιο «κανονικά» στη ζωή μας.
Aν πιστέψουμε τα
γκάλοπ, η Ελλάδα είναι μια χώρα που
βλέπει Λάμψη, Χάλι Εντ, Pούλα
και εμπιστεύεται τον στρατό, την
Εκκλησία και την οικογένεια. Είναι έτσι;
Είναι. Και συγχρόνως είναι μια άλλη
χώρα, άλλοι άνθρωποι που
απομακρύνονται συνεχώς απ’ τους
πρώτους, που βαρέθηκαν, που αηδίασαν.» Φώτης Γεωργελές, Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΚΛΙΚ, Ιανουάριος 1997 |
«Το πως οι πληροφορίες παρουσιάζονται και το ποιες ειδήσεις καλύπτονται από την τηλεόραση - και μάλλον περισσότερο σπουδαίο, ποιες ειδήσεις δεν παρουσιάζονται- είναι το σημαντικό στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και στο διάλογο για τα δημόσια ζητήματα. Περισσότερα κανάλια δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι παρουσιάζονται περισσότερες απόψεις. Περισσότερα κανάλια συχνά σημαίνει πως οι ίδιες ‘φωνές’ μπορούν να παρουσιάσουν τις απόψεις τους ξανά και ξανά». (FCC Commissioner Gloria Tristani, statement on January 14, 2000). |
«Tο πρόβλημα των MME είναι στη φύση τους. H μαζικότητα την οποία θέλουν και πασχίζουν ν' αποκτήσουν τους οδηγεί στον κανόνα του ελάχιστου κοινού παρονομαστή. O ρόλος του αρχισυντάκτη στην ουσία είναι ο ρόλος του Προκρούστη στο κρεβάτι του μέσου ανθρώπου. Πρέπει τα θέματα της εφημερίδας του ή του δελτίου ειδήσεων των οποίων επιμελείται να αγγίξουν όσο το δυνατόν περισσότερους δυνάμει αναγνώστες ή θεατές. Kι επειδή ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής όλων των ανθρώπων είναι οι συναισθηματικές αντιδράσεις και όχι τα πνευματικά ενδιαφέροντα (τα οποία φυσικά ποικίλουν), είναι κατανοητό γιατί σταδιακά τα MME ασχολούνται όλο και περισσότερο με τη φόρμα παρά το περιεχόμενο, τον παρουσιαστή παρά τον καλεσμένο, το "ξύγκι παρά το φιλέτο”». |
«Η τηλεόραση δεν είναι ένας καθρέπτης της κοινωνίας, είναι ένα πρίσμα που επιλέγει και εστιάζει τη προσοχή στις αξίες της άρχουσας κουλτούρας» Stein, A.H. & Friedrich, L.K. , Impact of television on children and youth. University of Chicago,1975. |
«Προσωπικά
πιστεύω, ότι τα μέσα μαζικής
επικοινωνίας και η τηλεόραση οφείλουν
να το κάνουν αυτό, γιατί έχουν τεράστια
ευθύνη απέναντι στην κοινωνία και στον
άνθρωπο. Ο κιτρινισμός, η αστρολογία, ο
αποκρυφισμός, τα «δώρα του κοινού», τα
κουπόνια κτλ. βλάπτουν σοβαρά την
τηλεόραση και τους χρήστες.
Προκειμένου, λοιπόν, τα ΜΜΕ να
αποκαταστήσουν την «τρωθείσα τιμή τους»
και μνα συνάψουν μία σχέση αξιοπιστίας
και αμοιβαιότητας με τη δημοκρατία και
τον πολιτισμό, θα υποχρεωθούν να μπουν
από μόνα τους σε μία διαδικασία
αυτορύθμισης και αυτοελέγχου των
πληροφοριών και της παραγωγής εκπομπών.
Ήδη ορισμένα έντυπα και ορισμένα,
κυρίως, μη εμπορικά κανάλια (όπως είναι
η κρατική ΕΤ και ΝΕΤ) κάνουν αυτή την
προσπάθεια με αρκετή επιτυχία. Κι αυτό αποτελεί και μία συνταγματική ευθύνη της πολιτείας, να αναστρέψει το αρνητικό τηλεοπτικό κλίμα και να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες, μέσα στις οποίες θα ανθίσουν ο πολιτισμός, η τέχνη και τα προϊόντα της παιδείας.»
Δημήτρης. Τσαρδάκης, ΕΞΟΡΚΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΜΜΕ, εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, 1998 |
«Πράγματι, o
μεν εκδημοκρατισμός της παιδείας
συνεπάγεται ότι η αξιοκρατική
εκπαιδευτική ανέλιξη των μεν
συνδυάζεται με μιαν εξίσου "αξιοκρατική"
εκπαιδευτική καταβαράθρωση, ή
τουλάχιστον την εκπαιδευτική μείωση
των δε. Φυσικώ τω λόγω, σε μιαν
ιεραρχημένη παιδεία, όπου η γνώση
εμφανίζεται ως σπάνιο είδος, δεν
μπορούν "όλοι" να φθάνουν ως το
τέλος και να σπουδάζουν διά βίου ή
ώσπου να κουραστούν από τις
πνευματικές τροφές. Σε κάποιο σημείο, ή
σε κάποια σημεία, το σύστημα θα πρέπει
να "επιλέγει" εξαναγκάζοντας τους
εκπαιδευτικούς παρίες να αποχωρήσουν,
αδιάφορο αν με το κεφάλι ψηλά ή χαμηλά.
Και στο πλαίσιο άνισων κοινωνιών είναι
φυσικό μεγαλύτερο ποσοστό
αποχωρούντων να υπάρχει ανάμεσα σε
εκείνους που έχουν προικισθεί με
λιγότερα κοινωνικά και οικονομικά μέσα,
παρά ανάμεσα στους γόνους των
προνομιούχων. Ίσες ευκαιρίες δεν μπορεί ποτέ να
υπάρξουν αν δεν είναι ίσες οι αφετηρίες.
Έχοντας αυτό ακριβώς στο μυαλό του, ο
Πλάτων επιθυμούσε την κατάργηση της
οικογένειας, η οποία από τη φύση της
αναπαράγει ανισότητες και διακρίσεις.
Και δυστυχώς ή ευτυχώς, ο Πλάτων δεν
εισακούστηκε. Ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης έχει εξίσου ανεδαφικούς στόχους. Στο πλαίσιο των ταχύτατα μετεξελισσόμενων κοινωνιών μας τίποτε δεν μπορεί να προφυλάξει τους μελλοντικούς εργαζόμενους από την κοινωνική περιθωριοποίηση, την αθλιότητα και την ανεργία. Αν η τεχνική εξελίσσεται με τέτοια ταχύτητα ώστε κανένας να μη γνωρίζει τα νέα επαγγέλματα που θα προκύψουν μετά από 10 ή 20 χρόνια, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι τα "νέα" ανθούντα επαγγέλματα της αύριον θα απασχολούν πολύ λιγότερους από τα ανεδαφικά παλαιά της χθες ή της σήμερον. Ταυτόχρονα, κανένας δεν γνωρίζει την έκβαση των υπερεθνικών οικονομικών συγκρούσεων που ήδη σήμερα συνεπιφέρουν τη γεωγραφική ανακατάταξη των εργαζομένων σε πλανητική κλίμακα. Ο προγραμματισμός των αναγκών της χώρας σε έμψυχο υλικό για το έτος 2020 ή 2030 δεν είναι λοιπόν παρά μια βολονταριστική άσκηση επί της αμμοδόχου, που ωφελεί και απασχολεί κατά κύριο λόγο τους συνήθως ευδαίμονες προγραμματιστές. Τέλος,
ο εκπαιδευτικός "ανθρωπισμός", η
πεποίθηση ότι η καλλιέργεια, η γνώση, o διάλογος και ο πολιτισμός αποτελούν τις
ύψιστες αυταξίες έχει καταρρεύσει. Μια αντίληψη για
την παιδεία που παρήγαγε τους
υπέροχους καρπούς του στα αρχαία
Λύκεια και ίσως και στα ελιτίστικα
κολέγια της αυτοκρατορικής Βρετανίας
δεν είναι πια δυνατή σε μαζική κλίμακα.
Η αντίληψη αυτή εξάλλου έρχεται
μοιραία σε ολοένα πιο εξόφθαλμη αντίφαση
με τους υπόλοιπους μηχανισμούς
κοινωνικοποίησης και κυρίως με την
τηλεόραση, που εκτρέφουν εντελώς
διαφορετικά πρότυπα τόσο σε σχέση με το
περιεχόμενο της γνώσης όσο και σε σχέση
με την πρόσληψη του κοινωνικού χρόνου.
Και ταυτόχρονα προσκρούει στην
κυρίαρχη εξειδικεύουσα και
επαγγελματοποιούσα εκπαίδευση. Γι'
αυτή την τελευταία θεωρείται
αξιωματικά ότι η μόνη γνώση για την
οποία αξίζει κανείς να κοπιάσει - είτε
ως εκπαιδευτής είτε ως εκπαιδευόμενος -
είναι εκείνη η οποία αποφέρει
συγκεκριμένα οικονομικά οφέλη. Οπως
και τα άλλα, η εκπαίδευση πρέπει να είναι μια
επένδυση που κάποτε "αποδίδει".
Και μάλιστα, ακόμη χειρότερα, πρέπει να
έχει μόνο στόχο την απόδοση. Είμαστε
όλο και πιο μακριά από τη σοβαρή
προσήλωση του παιχνιδιού, από τη χαρά
της ραστώνης και από την "πλήξη"
που, σύμφωνα με τον Νίτσε, είναι η
νηνεμία της ψυχής που προηγείται πάντα
του χαρούμενου δρόμου και των ούριων
ανέμων.» Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Η μάταιη αναζήτηση της τέλειας παιδείας», ΒΗΜΑ 2/3/1997. |
“Πάσχουμε εφ’ όσον είμαστε τμήματα της φύσης που δεν μπορεί να νοηθεί αφ’ εαυτού ανεξάρτητα από τα άλλα μέρη” Σπινόζα, Ηθική, Μέρος 4ο, Θεώρημα 2ο, Εκδ. ΠΕΛΛΑ 1970 |
«Διαφωτισμός
είναι η έξοδος του ανθρώπου από την
ανωριμότητά του για την οποία ο ίδιος
είναι υπεύθυνος. Ανωριμότητα είναι η
αδυναμία να μεταχειρίζεσαι το νου σου,
χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου.
Είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτή την
ανωριμότητα, όταν η αιτία της βρίσκεται
όχι στην ανεπάρκεια του νου, αλλά στην
έλλειψη αποφασιστικότητας και θάρρους
να τον μεταχειριζόμαστε χωρίς την
καθοδήγηση ενός άλλου. Sapere aude!. Έχε θάρρος να μεταχειρίζεσαι το δικό
σου νου! Τούτο είναι το έμβλημα του
Διαφωτισμού.» Ιμμάνουελ
Κάντ
|