Ńáôóéóěüň
in TV
«Ρατσισμός:
κοινωνική ή
πολιτική
πρακτική
διακρίσεων
που
βασίζεται
στο δόγμα της
ανωτερότητας
μιας φυλής,
εθνικής ή
κοινωνικής
ομάδας και
στην
καλλιεργημένη
αντίληψη των
μελών της ότι
οφείλουν να
περιφρουρήσουν
την αμιγή
σύσταση, την
καθαρότητα
της ομάδας
τους, καθώς
και τον
κυριαρχικό
τους ρόλο
έναντι των
υπολοίπων
φυλετικών,
εθνικών,
κοινωνικών
κλπ ομάδων,
που
θεωρούνται
από αυτά
κατώτερες». (Μπαμπινιώτης)
Ο ΟΗΕ με
διακοίνωση
που εκδόθηκε
το 1965 υιοθετεί
την απόρριψη
όλων των
διακρίσεων
και
ανισοτήτων
σε, «κάθε
διάκριση,
απαγόρευση,
περιορισμό ή
προτίμηση
που
βασίζεται
στη φυλή, το
χρώμα, την
καταγωγή, την
υπηκοότητα ή
την εθνική
προέλευση
που στοχεύει
να επιδράσει
ή να ακυρώσει
ή να βλάψει
την
αναγνώριση,
την
ευχαρίστηση
ή την άσκηση
σε ένα
ισότιμο
πεδίο, των
ανθρώπινων
δικαιωμάτων
και της
οικονομικής
ελευθερίας
στο πολιτικό,
οικονομικό,
κοινωνικό,
πολιτιστικό
ή σε
οποιοδήποτε
άλλο τομέα
της δημόσιας
ζωής»
Η τηλεόραση
προβάλει
θέματα που
δημιουργούν
σαφώς την
αίσθηση ότι
οι άνθρωποι
που
προέρχονται
από κάποιες
φυλές είναι «καλύτεροι»
από κάποιους
άλλους που
ανήκουν σε
κάποιες
άλλες φυλές.
«...η
τηλεόραση
διδάσκει ότι
κάποιοι
άνθρωποι
είναι
περισσότερο
σημαντικοί
από άλλους
ανθρώπους.
Αφροαμερικάνοι,
Ασιάτες,
Λατίνοι και
Ινδιάνοι
εμφανίζονται
συχνά ωα,
απατεώνες,
απαγωγείς
παιδιών και
αχρείοι.
Είναι τα «κακά
παιδιά». Οι
γυναίκες
είναι
συνήθως
μητέρες και
γραμματείς.
Ενθαρρύνοντας
τα παιδιά να
συγκρίνουν
αυτά τα
τηλεοπτικά
στερεότυπα
με τις
εμπειρίες
τους, τα
βοηθάμε να
κατανοήσουν
και να
διαχωρίσουν
τον
πραγματικό
κόσμο από
αυτόν της
τηλεόρασης» (Davis,
J.
F.,
1991, "Five
Important
Ideas
To
Teach
Your
Kids
About
TV."
Media
& Values n52-53)
Σε
έρευνα που
έγινε σε
σχολεία (γυμνάσια)
της Νέας
Υόρκης από το HOWARD BEACH ADOLESCENTS με τίτλο «TELEVISION'S IMPACT ON ETHNIC AND RACIAL IMAGES, Robert and Linda Lichter.»
σημειώνονται
μεταξύ άλλων
τα εξής: «Η
τηλεόραση
επηρεάζει τη
θετική
εικόνα των
εθνικών
ομάδων στην
πραγματική
ζωή. Το 26%
παραδέχεται
ότι η
τηλεόραση
επηρεάζει τη
στάση τους
στα φυλετικά
και στα
εθνικά
ζητήματα. Οι
φοιτητές που
συμπαθούν
τους
τηλεοπτικούς
ήρωες, τους
θεωρούν
τυπικούς
εκπροσώπους
των
φυλετικών
τους ομάδων».
Επίσης
σημαντικές
παρατηρήσεις
έγιναν σε μια
έρευνα που
έγινε
παλαιότερα,
το 1981, σε
περίοδο 6
εβδομάδων
για τους
ρόλους που «εμπιστεύονται»
στους
Αμερικανούς
Ιταλικής
καταγωγής με
τίτλο ITALIAN-AMERICAN CHARACTERS IN TELEVISION ENTERTAINMENT: «Ανάμεσα
στα
σημαντικότερα
ευρήματα
έρευνας που
έγινε σε 263
τηλεοπτικά
επεισόδια σε
ώρες υψηλής
θεαματικότητας
είναι τα
παρακάτω: ·
Οι
αρνητικές
προσωπικότητες
των Ιταλο-Αμερικάνων
είναι
περίπου
διπλάσιες
από τις
θετικές. ·
Ένας
στους έξι
Ιταλο-Αμερικάνους
παρουσιάζεται
εμπλεκόμενος
σε
εγκληματικές
ενέργειες. ·
Πέντε
στους έξι
Ιταλο-Αμερικάνικους
χαρακτήρες
είναι άνδρες. ·
Οι
περισσότεροι
Ιταλο-Αμερικάνοι
παρουσιάζονται
να κάνουν
δουλειές
χαμηλού
επιπέδου και
μόνο ένας
στους επτά
παρουσιάζεται
να κατέχει
υπεύθυνη
θέση. ·
Οι
περισσότεροι
Ιταλο-Αμερικανοί
εμφανίζονται
με αδυναμία
να μιλήσουν
καλά Αγγλικά. ·
Τα
αρνητικά
πορτραίτα
αφορούν τόσο
στους
πρωταγωνιστές
όσο και στους
μικρότερους
ρόλους με τα
ίδια ποσοστά ·
Οι
αρνητικοί
χαρακτήρες
είναι κυρίως
εγκληματίες
ενώ οι
θετικοί
είναι κυρίως
φιλικοί
τύποι αλλά
όχι τύποι
ηρώων. ·
Οι
δουλειές που
κάνουν
συνήθως
είναι
χαμηλής
αμοιβής και
χαμηλού prestige.» Όμως
και μετά το 1981
τα πράγματα
δεν άλλαξαν
πολύ όπως
δείχνει
σχετική
έρευνα του 1995. Η
έρευνα με
τίτλο «PORTRAYAL OF ITALIAN AMERICAN CHARACTERS
IN PRIME TIME TELEVISION SERIES
1994 – 1995, S. Robert
Lichter
and
Daniel
R.
Amundson » που έγινε
σε ταινίες σε
ώρες υψηλής
θεαματικότητας
στα κανάλια
σε 495 επεισόδια 126
σειρών στα ABC, CBS,
NBC,
FOΧ έδειξε
μεταξύ άλλων
και τα εξής:
«Από τη
μελέτη
ψυχαγωγικών
προγραμμάτων
σε ώρες
υψηλής
θεαματικότητας
από το 1950 έως το
1990 βρήκαμε ότι
η
εκπροσώπηση
των μαύρων
έχει
σημαντικά
βελτιωθεί
και τα
αρνητικά
στερεότυπα
έχουν
μειωθεί. Οι
μαύροι
παρουσιάζονται
σε θετικούς
ρόλους
περισσότερο
από ότι οι
λευκοί και
εμπλέκονται
σε λιγότερες
περιπτώσεις
με βίαιες και
εγκληματικές
συμπεριφορές.
Εξαίρεση
αποτελούν
μόνο τα
διάφορα
ριάλιτυ που
συχνά
παρουσιάζουν
εκπροσώπους
μειονοτήτων
εμπλεκόμενους
σε
εγκληματικές
ιστορίες. Οι Λατίνοι
εμφανίζονται
λιγότερο από
ότι το 1950. Οι
ρόλοι τους
δεν
διαφέρουν
από εκείνους
των ημερών
των ληστών Jose
Jimenez και Frito
Bandito του
παρελθόντος.
Εξ αιτίας των
τηλεοπτικών
προγραμμάτων
οι
Ισπανόφωνοι
έχουν
κατασυκοφαντηθεί
πολύ
συχνότερα
από ότι οι
λευκοί και οι
μαύροι. Οι
ρόλοι τους
περιγράφουν
ως
εγκληματικούς
και βίαιους
χαρακτήρες
και ποτέ δεν
είναι
πρωταγωνιστικοί
ή ρόλοι
επιτυχημένων.
Στον αιώνα
της μεγάλης
ευαισθητοποίησης
τόσο για την
αποδοχή της
εθνικής
διαφορετικότητας
όσο και για τη
διατήρηση
των λαϊκών
πολιτισμών,
είναι
αξιοσημείωτο
το γεγονός
ότι ελάχιστα
πράγματα
έχουν
αλλάξει στη
μεταχείριση
που
επιφυλάσσει
η τηλεόραση
γι αυτούς.
Παρατηρήσαμε
επίσης ότι
στις
εκατοντάδες
σειρές και
τις ταινίες
με θέματα που
εξελίσσονται
στο μέλλον,
δεν
εμφανίζεται
ούτε ένα
Λατίνος. Για
τη τηλεόραση
οι Λατίνοι
είναι
άφαντοι τόσο
στο μέλλον
όσο και στο
παρελθόν.»
Σε νεώτερη
μελέτη των
ίδιων
ερευνητών με
τίτλο «Don't Blink: Hispanics in Television Entertainment , S. Robert Lichter and Daniel R. Amundson, 1996) όπου
εξετάστηκαν 5,767
χαρακτήρες
που
εμφανίζονταν
σε 373
διαφορετικά
επεισόδια 96
σειρών σε
ώρες υψηλής
θεαματικότητας,
σημειώνονται
ακόμη τα
παρακάτω:
«Συγκριτικά
με τους Αγγλο-Αμερικάνους
και τους Αφρο-Αμερικάνους,
οι Λατινο-Αμερικάνοι
το 1992 ήταν
λιγότεροι σε
αριθμό,
χαμηλότερα
σε κοινωνικό
επίπεδο,
χαμηλότερα
σε
προσωπικότητα
και
χαρακτήρα,
συχνά βίαιοι
και
εγκληματίες.
Η χειρότερη
εικόνα που
παρουσιάζεται
αφορά σε
λευκούς
αστυνομικούς
που
καταδιώκουν
μαύρους ή
Λατίνους
διαρρήκτες. Παρατηρήθηκε
μια
καλοδεχούμενη
πρόοδος στις
επιλογές
προβολής των
Λατίνων. Η
εικόνα τους
έχει
βελτιωθεί
όμως
παραμένει
πολύ μακριά
από την
πραγματική
τους εικόνα
όπως
καταγράφεται
στη
πραγματική
ζωή.
Αν
και
παρουσιάζονται
διπλάσιοι
χαρακτήρες
από εκείνους
που
παρουσιαζόντουσαν
το 1992 και
μάλιστα σε
σημαντικότερους
ρόλους, η
αύξηση είναι
ουσιαστικά
από το 1% στο 2%
του συνόλου
των
παρουσιαζόμενων
χαρακτήρων,
πολύ
χαμηλότερα
από το 10% που
είναι το
ποσοστό τους
στην Αμερική.
Αν και το
ποσοστό των
παρουσιαζόμενων
εγκληματικών
χαρακτήρων
μειώθηκε από
το 16% του 1992, στο 6%
παραμένει
εξαιρετικά
υψηλό σε
σύγκριση με
το 4% που αφορά
αντίστοιχα
τους λευκούς
και το 2% που
αφορά τους
Αφροαμερικανούς.».
Ασφαλώς το
θέμα της
ρατσιστικής
συμπεριφοράς
της
τηλεόρασης
δεν
εξαντλείται
στους
Λατίνους.
Είναι γνωστή
η πριν
μερικές
δεκαετίες
παρουσίαση
των
αυτοχθόνων
Αμερικανών,
των ινδιάνων,
οι οποίοι
εμφανίζονταν
ως άγριοι,
αιμοσταγείς,
αδίστακτοι
και
επικίνδυνοι.
Όμως και
σήμερα η «συμμετοχή»
στις
σύγχρονες
τηλεοπτικές
παραγωγές
είναι από
ασήμαντη έως
ανύπαρκτη.
Η «στάση» της
τηλεόρασης
απέναντι
στους
Αφρικανο-Αμερικάνους
έχει
βελτιωθεί
σημαντικά,
σήμερα θα
μπορούσε
κανείς να πει
πως δεν
δέχονται
άμεσα
ρατσιστικές
επιθέσεις
όπως γινόταν
στο
κινηματογράφο
των
περασμένων
δεκαετιών,
όμως όταν
παρουσιάζονται
Αφρικανοί
άλλων χωρών
τα πράγματα
δεν είναι τα
ίδια. Εκεί τα
ρατσιστικά
φαινόμενα
είναι έντονα,
για
παράδειγμα
αναφέρω τις «περιγραφές»
των
Αφρικανών
της
Βραζιλίας ή
της Αϊτής.
Έτσι αν και ο
Αφροαμερικανός
τυχαίνει
μιας μορφής
προστασίας, η
φυλή του δεν
απολαμβάνει
των ίδιων
προνομίων, με
αποτέλεσμα
και τη δική
του έμμεση
ρατσιστική
αντιμετώπιση.
Η
ρατσιστική
συμπεριφορά
της
τηλεόρασης «αγγίζει»
επίσης και
τους Ασιάτες.
Οι
Αμερικανο-Ασιάτες
παρουσιάζονται
συνηθέστερα
ως άτομα
βίαια, με
επαγγέλματα
χαμηλής
κοινωνικής
αξίας, όπως
εστιάτορες,
πλύστες,
οδηγοί και
σωματοφύλακες,
ενώ
χαρακτηρίζονται
ως άτομα που
παραμένουν
προσκολλημένα
στον
Ασιατικό
τρόπο ζωής
αδυνατώντας
να «προσχωρήσουν»
στην
Αμερικανική
πραγματικότητα.
Επίσης συχνά
γίνονται
αντικείμενο
χλεύης
σχετικά με το
ύψος τους και
το ντύσιμό
τους.
Ανάμεσα στα «θύματα»
του
τηλεοπτικού
ρατσισμού
είναι οι
Λατίνοι και
οι Ινδιάνοι
για τους
οποίους
σημειώνεται
η «χαρακτηριστική
εξαφάνισή
τους» και η
ελάχιστες
εμφανίσεις
τους σε
αρνητικούς
ρόλους.
Μια ακόμη
αξιόλογη
έρευνα έγινε
από το Philadelphia's
Temple
University για
λογαριασμό
του Screen Actors Guild με
τίτλο Casting
the
American
Scene και αφορούσε
σε μετρήσεις 6882
χαρακτήρων
που
εμφανίζονταν
σε 440 επεισόδια
σε ώρες
υψηλής
θεαματικότητας
σε
τηλεοπτικές
δραματικές
σειρές και 2137
χαρακτήρες 205
επεισοδίων «ημερήσιων»
προγραμμάτων,
την περίοδο 1994-1997.
Ανάμεσα στα
σημαντικότερα
ευρήματα
σημειώνονται
τα παρακάτω. «Οι
λευκές
γυναίκες
εξαφανίζονται
από τη σκηνή
μετά τα
τριάντα,
αντίθετα οι
άνδρες μόλις
αρχίζουν να
ανεβαίνουν.
Ενώ οι
γυναίκες των 40
παρουσιάζονται
στο ίδιο
περίπου
ποσοστό που
αναλογεί
στην
πραγματικότητα,
οι άνδρες
παρουσιάζονται
σε ποσοστό
μεγαλύτερο
από το
διπλάσιο.
Στις ηλικίες
55-64 οι άνδρες
παρουσιάζονται
σε
μεγαλύτερο
ποσοστό από
το
πραγματικό
ενώ το
ποσοστό των
γυναικών
μειώνεται
δραματικά
και τείνει να
μηδενιστεί. Οι
χαρακτήρες
με ψυχικές
ασθένειες
που
παρουσιάζονται
περιγράφονται
ως οι πλέον
επικίνδυνοι
από κάθε άλλη
δημογραφική
ομάδα, με
ποσοστό 60%
αυτών να
εμπλέκεται
σε
εγκληματικές
και βίαιες
ενέργειες,
ποσοστό
τριπλάσιο
από εκείνο
που
σημειώνεται
στην
πραγματικότητα. Η
δεύτερη πιο
επικίνδυνη
ομάδα
παρουσιαζόμενων
χαρακτήρων
είναι οι «ξένοι».
Ένα
δυσανάλογο
ποσοστό
κακότυχων
και
αρρωστημένων
χαρακτήρων
περιλαμβάνεται
στους ρόλους
των φτωχών,
των Λατίνων,
των ξένων
ανδρών, των
φτωχών
γυναικών και
των
Αφροαμερικανών.»
Χωρίς να
έχουμε
εξαντλήσει
όλες τις
μορφές
τηλεοπτικού
ρατσισμού
που
επεκτείνεται
σημαντικά
και πέραν των
φυλετικών
διακρίσεων
και σε
φαινόμενα
κοινωνικού
ρατσισμού
κατά ομάδων,
όπως είναι οι
ηλικιωμένοι,
τα άτομα με
ειδικές
ανάγκες, οι
διαζευγμένοι,
και άλλοι,
μπορούμε να
καταλήξουμε
στο
συμπέρασμα
ότι η
τηλεόραση
προβάλλει
σαφώς ότι ο «καλός»
και «ωραίος»
είναι ο
ξανθός
λευκός και
ότι όλοι οι
άλλοι
ακολουθούν
σε
μεγαλύτερη ή
σε μικρότερη
απόσταση.
Λίγο πολύ,
ότι ακριβώς
ευαγγελιζόταν
η χιτλερική
ιδεολογική
πλατφόρμα.
Μια
εξαιρετικά
σημαντική
παρατήρηση
έκανε σε
έρευνα ο
καθηγητής Calvin
Gidney για τα
παιδικά cartoon.
Μελετώντας 30
διαφορετικές
σειρές
διαπίστωσε
τα εξής: «Έπαθα
σοκ όταν
διαπίστωσα
τα καταφανή
στερεότυπα
και τα
φασιστικά
μηνύματα για
τη δύναμη και
τη φυσική
τάξη. Τα
γλωσσικά
στερεότυπα
ήταν
τρομακτικά.
Χαρακτήρες
που ήταν
τεμπέληδες
και
ανυπάκουοι
μιλούσαν με
φωνές
Αφροαμερικάνων. Η
προσωπικότητα
και ο τρόπος
που
περιγράφονται
οι
χαρακτήρες
δεν είναι
αντικειμενικός.
Οι
χαρακτήρες
με χαμηλό
κοινωνικό
και ηθικό status
‘δίνονται’ σε
εκπροσώπους
της
εργατικής
τάξης και σε
Αφροαμερικανούς.
Οι παράνομοι
και οι ήρωες
επίσης
περιγράφονται
με
διαφορετικό
τρόπο. Η
δεύτερη
σημαντικότατη
παρατήρηση
της έρευνας
αφορά στη
ανάλυση της
γλώσσας των
χαρακτήρων.
Εξετάστηκε η
προφορά (accent) των
διαβολικών,
των ηλιθίων,
των ηρωικών
και των
έξυπνων.
Διαπιστώθηκε
ότι οι
πρωταγωνιστικοί,
«καλοί»,
χαρακτήρες
έχουν τη
προφορά του
Αμερικανού
της μέσης
τάξης, ενώ οι «κακοί»
έχουν
Βρετανική ή
άλλη
Ευρωπαϊκή
προφορά». (Neil
Taylor, «New Study Looks for Ethnic Stereotypes in Cartoons»,1999). Να
μη ξεχνάμε
όμως και τα
δικά μας. «Ο
ρόλος των ΜΜΕ
στην
καλλιέργεια
της
ξενοφοβίας
ήταν και
είναι
καθοριστικός.
Κατά
παράβαση
κάθε
δημοσιογραφικής
δεοντολογίας,
μοιράζουν
ετικέτες, εδώ
και χρόνια,
στους μη ‘καθαρούς’
Έλληνες. ‘Κακοποιοί’
και ‘κλέφτες’
οι Αλβανοί, ‘διαρρήκτες’
οι Ρουμάνοι, ‘έμποροι
ναρκωτικών’
οι ‘Ρωσοπόντιοι»,
‘μαφιόζοι’ οι
Ρώσοι κ.λ.π, κ.λ.π.»
γράφει ο
Αντώνης
Χατζής σε
άρθρο του με
τίτλο ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ
ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ ΤΩΝ
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ
στο The Reporter’s Corner. Ασφαλώς
οι «ξένοι»
οικονομικοί
μετανάστες «εισήγαγαν»
εγκληματικότητα,
όμως αυτό
ήταν
αναμενόμενο.
Η
εγκληματικότητα
που
σχετίζεται
με
οικονομική
επιδίωξη (κλοπές,
διαρρήξεις,
πορνεία,
ναρκωτικά)
συνήθως
προέρχεται
από τους
οικονομικά
αδύνατους
και αυτοί οι
άνθρωποι
είναι
σίγουρα οι
πλέον
οικονομικά
αδύνατοι στη
κοινωνία μας.
Αυτό όμως δεν
δικαιολογεί
διαχωρισμούς
«καθαρών» και «άλλων».
Στο τέλος
εμείς τους
φέραμε για να
δουλέψουν (με
μισό
μεροκάματο),
τώρα που οι
δουλειές μας
τέλειωσαν τι
πρέπει να
κάνουν; Μήπως
να
περιμένουν
την επόμενη
συγκομιδή,
τότε δηλαδή
που θα τους
ξαναχρειαστούμε,
για να
ξαναφάνε; Ακόμη, μερικά αποτελέσματα ερευνών.
«Το
ποσοστό των
Αφρο-αμερικανών
που
παρουσιάζεται
στη
τηλεόραση
είναι
ανάλογο του
πραγματικού
ποσοστού
τους στο
πληθυσμό,
όμως η
ανάλυση των
δεικτών
άλλων
εθνικών
ομάδων (Ισπανόφωνοι,
Ασιάτες,
Ινδιάνοι)
παρουσιάζονται
ακόμη πολύ
σπάνια» (Greenberg, B.S., & Brand, J. E. (1994). Minorities
and the mass media: 1970s to 1990s. in Media
effects: Advances in theory and research) «Η
τηλεόραση
δεν είναι
ένας
καθρέπτης
της
κοινωνίας,
είναι ένα
πρίσμα που
επιλέγει και
εστιάζει τη
προσοχή στις
αξίες της
άρχουσας
κουλτούρας» (Stein,
A.H.
& Friedrich, L.K. (1975). Impact
of television on children and youth. In Review of child development
research, Vol 5, University of Chicago.)
«Οι
ιθαγενείς
της
Αυστραλίας
είναι
άφαντοι από
την
Αυστραλιανή
τηλεόραση.» (Langton, M. (1993). Well, I heard it on the Radio and I saw it on the Television… Sydney:
Australian Film Commission) «Αν και τα ΜΜΕ
έχουν
βελτιώσει
την εικόνα
των
Αφροαμερικανών
και των άλλων
μειονοτήτων,
συνεχίζουν
να μη τους
αποδίδουν το
ίδιο σεβασμό
με τους
λευκούς.
Ακόμη οι
ρόλοι που
τους
δίδονται
μάλλον
ενισχύουν
παρά
περιορίζουν
τα υπάρχοντα
στερεότυπα». Liebert, R.M., & Wicks
Poulos, R. (1974). Television
and personality development: The socializing effects of an entertainment
medium. In Developmental Psychology, Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hill.
National
Education
Association «Σχέσεις
μεταξύ
ατόμων
διαφορετικής
φυλής
παρουσιάζονται
σε ποσοστό
μόνο 2% του
τηλεοπτικού
χρόνου. Αυτό
αφορά κυρίως
τις
επαγγελματικές
σχέσεις και
τη λήψη
αποφάσεων
και σχεδόν
καθόλου τις
προσωπικές
σχέσεις».
Weigel,
R., & Howes, P. (1982). Race relations on children’s television.
Journal of Psychology, 111. «Σε
έρευνα 1,300
διαφημίσεων
και
προγραμμάτων
παρατηρήθηκε
ότι οι
Ασιάτες
Αμερικανοί
παρουσιάζονται
με το
παραπάνω,
αλλά γενικά
σε
δευτερεύοντες
ρόλους, και
ιδιαίτερα
την ώρα που
εργάζονται.
Αυτή η
παρουσίαση
ενισχύει τα
υπάρχοντα
στερεότυπα
για τους
Ασιάτες» (Taylor, C.R., & Stern, B.B. (1997). Asian-Americans: Television advertising and the
‘model minority’ stereotype. Journal of Advertising, 26) «Ο
διαφορετικός
τρόπος που
μεταχειρίζονται
τα ΜΜΕ αφορά
το τρόπο
παρουσίασης για
παράδειγμα,
του φόνου
μιας λευκής
γυναίκας από
ένα λευκό
άνδρα (στον
οποίο πολύ
ανάλυση
γίνεται για
τις συνθήκες
κλπ) και του
βιασμού μιας
λευκής
γυναίκας από
ένα μαύρο
άνδρα (στον
οποίο δεν
γίνεται
καμιά
αναφορά στις
συνθήκες ή τα
πιθανά αίτια
ή τη
κατάσταση
του δράστη)» (Corea, A. (1995). Racism
and the American way of media. Thousand Oaks.) «Οι
Ασιάτες
Αυστραλοί
δεν
παρουσιάζονται
στα ΜΜΕ εκτός
αν πρόκειται
για βίαια
περιστατικά.
Σημειώνεται
ότι μια
ποικιλία
αναφορών
δημιουργούν
και
ενισχύουν
αρνητικές
εντυπώσεις
για τους
νεαρούς
Βιετναμέζους,
...παράδειγμα ο
τίτλος ‘
Συμμορία
νεαρών
Ασιατών’ που
δημιουργεί
κλίμα φοβίας. ...
Η εικόνα που
παρουσιάζεται
στην
τηλεόραση
απέχει πολύ
από τη
πραγματικότητα» (Rodd,
H.,
& Leber, S. (1998). Beyond
gangs, drugs and gambling. The International Conflict Resolution Centre). «Στα
παιδικά
προγράμματα ,
η παρουσία
των ατόμων
από τις
μειονοτικές
ομάδες είναι
περιορισμένη
ή ανύπαρκτη.
Από την
ανάλυση
προκύπτει
μια ισχυρή
τάση
περιορισμού
της
εμφάνισης
ατόμων από
μειονότητες
από τα
εμπορικά
δίκτυα. Οι
χαρακτήρες
που
εμφανίζονται
είναι μόλις
τρεις σε κάθε 20
εκπομπές και
είναι όλοι
Αφρο-αμερικανοί.
Ισπανόφωνοι,
Ασιάτες,
Ινδιάνοι και
εκπρόσωποι
άλλων
μειονοτικών
ομάδων δεν
εμφανίζονται
καθόλου.
Ακόμη και για
τους Αφρο-αμερικανούς
υπάρχουν
στερεότυπα.
Εμφανίζονται
σε
βοηθητικές
εργασίες και
ποτέ δεν
παρουσιάζονται
μαύρα αγόρια
να παίζουν με
λευκά
κορίτσια.
Διαφορετικά
είναι τα
αποτελέσματα
στη δημόσια
τηλεόραση
όπου η
παρουσία των
μειονοτικών
ομάδων είναι
πολύ
καλύτερη, με
την συχνή
παρουσίαση
ατόμων με
διαφορετική
προέλευση σε
καλές
σχέσεις
μεταξύ τους».(Greenberg, B.S., & Brand, J.E. (1993). Cultural
diversity on Saturday morning television. In Children and television in
a changing socio-cultural world. (pp132-142). Newbury Park.)
«Η
αυτοεκτίμηση
των παιδιών
των
Αφροαμερικανών
σχετίζεται
με τη
συχνότητα
που αυτά
παρακολουθούν
τηλεοπτικές
εκπομπές που
παρουσιάζουν
Αφροαμερικανούς
και το κατά
πόσο αυτές οι
εκπομπές
είναι
σχεδιασμένες
ώστε να
διατηρούν ή
να
απορρίπτουν
τα υπάρχοντα
στερεότυπα».
McDermott,
S., & Greenberg, B. (1984). Parents,
peers and television as determinants of black children’s esteem. In
R. Bostrom (Ed.), Communication yearbook, 8 «Ο
τρόπος
παρουσίασης
των
μειονοτικών
φυλετικών
ομάδων από τη
τηλεόραση
απλά
ενισχύει τις
υπάρχουσες
διακρίσεις.
Οι λιγότερο
προκατειλημμένοι
θεατές
ερμηνεύουν
τη φυλετική
δυσφήμιση ως
σάτιρα αν και
οι
απολυταρχικοί
θεατές
απορρίπτουν
αυτή τη «κωμική»
θεώρηση και
θεωρούν τη
φυλετική
δυσφημιστική
εικόνα ως
αντικειμενική
παρουσίαση». Gunter,
B., & McAleer, J. (1990). Children and television: The one-eyed
monster? London: Routledge. |