Λογοκρισία
Λογοκρίνω:
Εμποδίζω τη διατύπωση ή τη διάδοση
μη αρεστών απόψεων, (Μπαμπινιώτης). Η
λογοκρισία γεννήθηκε μαζί με τα ΜΜΕ. Πολύ
πριν την τηλεόραση, πολύ πριν από το
ραδιόφωνο. Είναι συνομήλικη με τις
πρώτες εφημερίδες. Λόγοι
εθνικής ασφάλειας σε καιρούς πολέμων
την εμφάνισαν ως απαραίτητη και λόγοι
φίμωσης κάθε διαφορετικής άποψης στα «σφιχτά»
καθεστώτα, ένθεν κακείθεν, την
διατήρησαν στην παραδοσιακή της μορφή. Στη
Δημοκρατία, στον «ελεύθερο» κόσμο,
απαγορεύεται με Νόμο. Τουλάχιστον ως
παραδοσιακή. Έτσι
η λογοκρισία είναι υποχρεωμένη να
κυκλοφορεί προσεκτικά. Να είναι πάντα
τουλάχιστον ελαφρώς μεταμφιεσμένη. Λογοκρισία
είναι να αναλύεις ένα θέμα στα Κινέζικα
όταν το ακροατήριο δεν γνωρίζει παρά
μόνο Γαλλικά. Απόλυτη
λογοκρισία μάλιστα. Λογοκρισία
είναι να κάνεις διάλεξη για τη θεωρεία
της Σχετικότητας, τις «μαύρες» τρύπες
και τα σύμπαντα νέφη σε άτομα που δεν
έχουν τελειώσει το Δημοτικό. Έλλειμμα
Παιδείας. Λογοκρισία
είναι να περιγράφεις γεγονότα
παραλείποντας στοιχεία που έχουν
σημασία. Απόκρυψη
στοιχείων. Λογοκρισία
είναι να τοποθετείς ειδήσεις σε άλλη
αξιολογική σειρά από αυτή που
πραγματικά έχουν ή να διαθέτεις
λιγότερο χρόνο από ότι οι ειδήσεις
αυτές απαιτούν για την παρουσίασή τους. Υποβάθμιση. Λογοκρισία
είναι να «μεγεθύνεις» άσχετα ζητήματα
για να αποσπάσεις το ενδιαφέρον από
άλλα σημαντικότερα. Αποπροσανατολισμός Λογοκρισία
είναι να παρουσιάζεις εικόνες
ενοχοποιητικές για κάποιον που δεν
έχουν σχέση με την ιστορία που
εμπλέκεται. Συκοφαντία. Λογοκρισία
είναι και να μην επιτρέπεις να
μεταδοθεί μια είδηση. Παραδοσιακή. Θα
μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η αύξηση
των σταθμών θα έλυνε το πρόβλημα της
κατευθυνόμενης πληροφόρησης, αυτό όμως
ειδικά για την τηλεόραση είναι
εξαιρετικά δύσκολο. «Αντίθετα
με τη λαϊκή κουλτούρα που αναπτύσσεται
“από κάτω” δηλαδή από τον ίδιο το λαό
και που χαρακτηρίζεται ως ισχυρή,
αυτοδύναμη και αυτοδημιούργητη που
τιμά τις αξίες, διαμορφώνεται ένας
άλλος τύπος κουλτούρας, η κουλτούρα της
μάζας , που αναπτύσσεται “από πάνω”,
είναι αδύναμη, κακόγουστη και
παράγεται με εμπορευματικό τρόπο για
παθητική κατανάλωση. Η κουλτούρα της
μάζας είναι διεισδυτική και απειλεί να
υποκαταστήσει την λαϊκή κουλτούρα
σταματώντας την πολιτισμική ζωή του
απλού λαού. Η κουλτούρα της
μάζας επινοείται από τεχνικούς,
επιβάλλεται καταλαμβάνοντας όλο το
διαθέσιμο χώρο έτσι ώστε ο θεατής να
μην έχει επιλογή ακόμη και αν αλλάξει
κανάλι. Η κουλτούρα της μάζας δίνει την εντύπωση ότι είναι κάτι “υψηλό” και σπουδαίο αλλά ουσιαστικά είναι κάτι νοθευμένο που τελικά μετατρέπεται σε εργαλείο πολιτικής κυριαρχίας.» Όταν
ο τηλεθεατής βλέπει καθημερινά, σε κάθε
μορφή εκπομπής, από τα κωμικά σήριαλ
μέχρι τις δραματικές τηλεταινίες, κι
από τα δελτία ειδήσεων μέχρι τα
φαντασμαγορικά ή τα ριάλιτυ σώου, πάντα
το ίδιο μοντέλο-πρότυπο προσωπικής και
κοινωνικής συμπεριφοράς, είναι σχεδόν
μοιραίο κάποτε να υποκύψει, να το
δεχτεί στη θέση του παραδοσιακού
μοντέλου που ήξερε και τελικά να
αλλάξει εκούσια κανάλι όταν κάτι
διαφορετικό εμφανιστεί στην οθόνη του. Αυτή
η λογοκρισία είναι που δεν
αντιμετωπίζεται. «Ωστόσο, σε όσους από τους κριτικούς
ισχυρίζονται ότι τα προγράμματα απλώς
προορίζονται να συμπληρώνουν το χρόνο
μεταξύ των διαφημίσεων διαφεύγει το
σημείο κλειδί. Η τηλεόραση στο σύνολό
της αποτελεί μια διαφήμιση του
υπάρχοντος συστήματος, της
καθιερωμένης τάξης πραγμάτων. Ακριβώς
όπως οι διαφημίσεις προσπαθούν να
πουλήσουν προϊόντα και ταυτόχρονα να
νομιμοποιήσουν ένα τρόπο ζωής, τα
ψυχαγωγικά προγράμματα διαφημίζουν (ή
δοξάζουν) αξίες και ένα τρόπο ζωής που
συμπίπτει με, και κάνει δυνατή (ή
αναγκαία) την αγορά των προϊόντων. Η
τηλεόραση έχει μετατραπεί μ’ αυτό τον
τρόπο σ’ ένα “σύστημα διανομής
κινήτρων” μια μαζική ανάμιξη
ιδεολογικών μηνυμάτων, μια απλή αλλά
ποικιλόμορφη, διαφήμιση μιας
προκαθορισμένης προτιμητέας τάξης
πραγμάτων». (Robert Dunn, Television, consumption and the
commodity form, Theory, Culture & Society, 1986. Έκδοση στα Ελληνικά,
Κοινωνία Εξουσία και ΜΜΕ, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ 1989).
|