ΑΛΚΟΟΛ
και TV
Ο αλκοολισμός είναι αναμφισβήτητα
ένα τεράστιο διεθνές πρόβλημα.
Στις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες
έχει εξελιχθεί σε μάστιγα.
Στην Ελλάδα παραδοσιακά «ξέραμε» το
κρασί, το ούζο και το τσίπουρο. Μετά το
πόλεμο τα ποτά με υψηλή περιεκτικότητα
αλκοόλης άρχισαν να «μπαίνουν» στις
προτιμήσεις μας.
Πρώτα το brandy και αργότερα το vermouth και το whisky άρχισαν να
εισχωρούν κυρίως στα «ανώτερα»
κοινωνικά στρώματα.
Σήμερα η κατανάλωση αλκοολούχων
ποτών υψηλής περιεκτικότητας έχει
ξεπεράσει την κατανάλωση των
παραδοσιακών ποτών.
Οι διαφορές αυτών των ποτών από το
κρασί σχετίζεται τόσο με τον τρόπο
παραγωγής, δηλαδή απόσταξη αντί φυσικής
ζύμωσης, αλλά και με τη μεγάλη νοθεία που
παρατηρείται. Τα νοθευμένα ποτά
περιέχουν συνήθως ξυλόλη ή μεθανόλη,
ουσίες που σε μεγάλες ποσότητες
προκαλούν σοβαρές βλάβες που φτάνουν
μέχρι την τύφλωση.
Όμως ακόμη κι αν τα ποτά αυτά είναι «καθαρά»
ο κίνδυνος βλάβης του ήπατος παραμένει
εξαιρετικά υψηλότερος από εκείνο που
επαπειλεί η κατανάλωση κρασιού. Σε κάθε περίπτωση η υπερβολική
κατανάλωση αλκοόλ αποτελεί πρόβλημα για
την υγεία και η διαφήμιση των
αλκοολούχων ποτών θα πρέπει, όπως κι
εκείνη των τσιγάρων, να ελέγχεται. Η τηλεοπτική διαφήμιση των αλκοολούχων
ποτών είναι πολύ μεγάλης έκτασης κι
ασφαλώς αποτελεί παρότρυνση, ιδιαίτερα
για τους έφηβους στην κατανάλωσή τους. Στην Αμερική όπου το πρόβλημα είναι
εξαιρετικά σοβαρό έχουν γίνει
εκατοντάδες μελέτες και τα αποτελέσματα
ήταν εντυπωσιακά. «Μέχρι την ηλικία
των 18 ετών οι έφηβοι έχουν
παρακολουθήσει στην τηλεόραση 75.000
διαφημίσεις για ποτά» (CQ Researcher, 1992). «Η κατανάλωση
αλκοόλ από τους τηλεοπτικούς ήρωες,
παρουσιάζεται ως γοητευτική συνήθεια
και χωρίς σοβαρές συνέπειες» (Atkin, 1984). Η εντυπωσιακή τηλεοπτική εικόνα αλλά και
σύγχυση του τηλεοπτικού μηνύματος με τη
πραγματικότητα «εξαναγκάζουν»
ουσιαστικά στην αποδοχή των
προτεινομένων.
«Η τηλεοπτική διαφήμιση αλλάζει τις
συνήθειες ως προς τη κατανάλωση αλκοόλ.
Τα νεαρά άτομα αναφέρουν ότι έχουν
μεγαλύτερη διάθεση να πιουν αλκοόλ αφού
παρακολουθήσουν διαφημίσεις
αλκοολούχων από ότι έχουν συνήθως» (American Journal of Public Health, 1994; Austin, 1994).
«Στην ηλικία των 14 ετών τα παιδιά είναι
απολύτως ενημερωμένα από τα μηνύματα
των διαφημίσεων για το αλκοόλ» (Aitken, 1988).
«Στην ηλικία των 16 ετών τα παιδιά
συμπεριλαμβάνουν
διαφημίσεις για ποτά στις
αγαπημένες τους διαφημίσεις» (Covell, 1991).
«Στην Αμερική τα παιδιά παρακολουθούν
2.000 διαφημιστικά μηνύματα για
αλκοολούχα ποτά κάθε χρόνο» (American Academy of Pediatrics).
Προσπαθώ να φανταστώ τι θα συνέβαινε
αν τα παιδιά παρακολουθούσαν κάθε χρόνο
2.000 διαφημιστικά μηνύματα για τη
προστασία του περιβάλλοντος ή 2.000
παροτρύνσεις για διάβασμα λογοτεχνικών
κειμένων.
«Το 1996, στην
Αμερική υπήρχαν εννέα εκατομμύρια
συστηματικοί πότες κάτω των 21 ετών.
Από αυτούς τα 4.400.000 ήταν μέθυσοι και
από αυτούς οι 1.900.000 εξαιρετικά βαρείς
πότες, δηλαδή άτομα που κατανάλωναν
τουλάχιστον 5 αλκοολούχα ποτά την ημέρα
επί τουλάχιστον 5 ημέρες το μήνα» (U.S. Department of Health and Human Services, 1996).
«Για την αποτελεσματικότερη
προώθηση των προϊόντων οι διαφημίσεις
συνδέουν την κατανάλωση αλκοόλ με
κοινωνικότητα, κομψότητα, ελκυστικότητα,
επιτυχία, ειδυλλιακές καταστάσεις,
περιπέτεια» (Postman, 1988).
«Οι τηλεοπτικές διαφημίσεις μπύρας
συχνά παρουσιάζουν τους πότες σε
συνθήκες ενδεχόμενου κινδύνου. Στο 33%
των διαφημίσεων οι πότες οδηγούν
αυτοκίνητα, κολυμπούν οι οδηγούν σκάφη» (Alcohol, Health and Research World,
1993).
«Οι εταιρείες παραγωγής μπύρας
ξόδεψαν το 1996, 600 εκατομμύρια δολάρια για
διαφήμιση στην τηλεόραση και το
ραδιόφωνο και μόνο 90 εκατομμύρια για
όλες τις άλλες μορφές διαφήμισης»
(Wall
Street
Journal,
1996).
Είναι σαφές ότι η αποδοτικότητα της
τηλεοπτικής διαφήμισης είναι σαφώς
μεγαλύτερη από κάθε άλλο μέσο.
«Οι διαφημίσεις αλκοολούχων στα
αθλητικά προγράμματα το 1991 ήταν
τουλάχιστον 3.3 ανά ώρα» (Madden,
1991).
Όπως επίσης είναι σαφές ότι το κοινό
των αθλητικών προγραμμάτων αποτελεί
βασικό στόχο για τις εταιρείες
παραγωγής αλκοολούχων.
Ακόμη να δούμε την άποψη της the
American
Academy
of
Pediatrics όπως δημοσιεύονται στις ηλεκτρονικές
σελίδες της και αφορούν σε σχετική
έρευνα του Stanford University (1998). «Σε έρευνα που
έγινε σε περισσότερους από 2.600 μαθητές
της τρίτης γυμνασίου, βρέθηκε ότι για
κάθε μια επιπλέον ώρα παρακολούθησης
βιντεοκλίπ, αυξάνεται στο 31% ή επιθυμία
για κατανάλωση αλκοόλ μέσα στους
επόμενους 18 μήνες. Σε αντίθεση με το
ποσοστό εκείνων που βλέπουν άλλα θέματα
στη τηλεόραση και στους οποίους το
σχετικό ποσοστό είναι μόλις 10%.». Ακόμη στην ίδια έρευνα
σημειώνονται ότι: «Ενώ όσοι
παρακολουθούν τηλεόραση και βιντεοκλίπ
διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να
αποκτήσουν τη συνήθεια του αλκοόλ,
αντίθετα δεν συμβαίνει το ίδιο με
εκείνους που ασχολούνται με τα computer και τα video games».
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε
ότι η τηλεοπτική διαφήμιση αποτελεί
σοβαρό παράγοντα εξώθησης των πολιτών,
και ιδιαίτερα των εφήβων, στη βλαβερή
συνήθεια του αλκοολισμού με σοβαρά
επακόλουθα στην υγεία τους αλλά και τη
κοινωνική ζωή τους.
Εκτός από τη διαφήμιση, μεγάλη
σημασία στην ανάπτυξη διάθεσης
κατανάλωσης αλκοόλ έχουν και τα
υπόλοιπα τηλεοπτικά θεάματα.
Όταν οι πρωταγωνιστές των ταινιών ή
των σήριαλ παρουσιάζονται με ένα ποτήρι
στο χέρι ή σε κατάσταση μέθης είναι
προφανές ότι αυτό δημιουργεί προβλήματα.
Ιδιαίτερα μάλιστα καθώς ο πρωταγωνιστής
είναι ο «καλός» κι οι πράξεις τους
αναγνωρίζονται γενικότερα από το θεατή
ως «πρέπουσες». Συνηθέστατα μάλιστα η
κατανάλωση αλκοόλ από τον «ήρωα» δεν
συνδυάζεται με δυσάρεστες συνέπειες,
πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για το
μήνυμα που εισπράττει ο θεατής.
ς |