|
Το σπίτι του στο νησί βρισκόταν πάνω από το λιμάνι. Έπινε τον απογευματινό καφέ αγναντεύοντας τη θάλασσα από το μπαλκόνι του, όταν παρατήρησε ανάμεσα στα δένδρα που βρίσκονταν στον ακάλυπτο δημόσιο χώρο πλάι στο δρόμο, ένα γέρο τσιγγάνο που έπλεκε καλάθια καθισμένος στο χώμα ενώ παραδίπλα μια νεαρή τσιγγάνα τραβολόγαγε ένα τσιγγανάκι περίπου πέντε χρόνων που τρεχοβόλαγε ολόγυμνο και ξυπόλυτο, αδιαφορώντας για τον αφόρητο καύσωνα του πιο ζεστού καλοκαιριού των τελευταίων χρόνων. Πόσο διαφορετική είναι η ζωή γι’ αυτούς τους ανθρώπους, σκέφτηκε, ζούνε στην ίδια εποχή, στον ίδιο χώρο με όλους εμάς κι όμως ουσιαστικά γι’ αυτούς η ζωή είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Το πως αντιλαμβανόμαστε το κάθε τι έχει σχέση με τις εμπειρίες, τον τρόπο ζωής, και τα περιθώρια που έχουμε για να διαλέξουμε από όσα προσφέρονται σαν εναλλακτικές προτάσεις. Είναι σίγουρο ότι οι τσιγγάνοι δεν έχουν πολλά περιθώρια κι όμως αυτό ακριβώς τους έχει δώσει ένα σωρό δυνατότητες που εμείς δεν έχουμε. Ξέρουν πως να στέκονται όρθιοι μπροστά σε ταλαιπωρίες που αν συνέβαιναν σε μας θα τις παρουσιάζαμε σαν κατορθώματα. Δυναμώνουν μέσα από τις δυσκολίες την ώρα που εμείς γινόμαστε όλο και πιο εύθραυστοι μέσα στις ανέσεις. Μαθαίνουν να μάχονται για να επιβιώσουν και αντιμετωπίζουν τη ζωή, τον ερωτά και την ηδονή σαν κάτι εφήμερο ζώντας το σήμερα χωρίς σχέδια για το αύριο, αντίθετα με μας που καταλήξαμε να ζούμε μια ουτοπία που χάνει το σήμερα, δηλαδή την ίδια τη ζωή, στην προσπάθεια να εξασφαλίσουμε ένα καλύτερο αύριο. Ένα αύριο που δεν ξέρουμε καν αν θα έρθει. Ζήλευε τους τσιγγάνους, όπως ζήλευε κι όσα δεν επέλεξε να κάνει καθώς είχε, όπως όλοι, μόνο μια επιλογή. Ζήλευε τους ξένοιαστους θαλασσοπόρους που με ένα ιστιοφόρο τριγυρνούσαν από λιμάνι σε λιμάνι αδιαφορώντας για το δρόμο που είχε πάρει βιαστικά ο υπόλοιπος κόσμος πασχίζοντας για περισσότερα χρήματα, περισσότερη καταξίωση. Ζήλευε τους μοναχικούς ασκητές που κλείνονταν σε κάποιο κτηματάκι, παλεύοντας με τη γη, διαλέγοντας την απλότητα από την ένταση και το φτιασίδωμα. Ζήλευε καθετί που δεν ήταν μέρος της ρουτίνα του, παρά το ότι ήξερε πως η κάθε μια περίπτωση ξεχωριστά είχε τα δικά της προβλήματα κι ίσως δεν ήταν καλύτερη από αυτό που εκείνος είχε επιλέξει και βίωνε σήμερα. Ήξερε πως καθετί είναι καλό και εύγευστο όταν συμβαίνει κάτω από ορισμένες συνθήκες και για συγκεκριμένο χρόνο. Τίποτα, ή σχεδόν τίποτα, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδανικό για πάντα και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Τώρα όμως ήθελε να ζήσει για λίγο σαν τους τσιγγάνους. Να μπει στο πετσί τους. Να νοιώσει τη μοναδικότητα της εφήμερης ζωής τους. Το έβλεπε σαν ταξίδι εξωτικό και του διέγειρε την φαντασία. Ήταν έτοιμος να υποστεί κάθε ταλαιπωρία, κάθε εξευτελισμό προκείμενου να αποκτήσει αυτή την εμπειρία. Συνέχισε να τους παρακολουθεί μέχρι το σούρουπο. Διαπίστωσε πως ήταν περισσότεροι από όσους είχε δει στην αρχή. Υπήρχε τουλάχιστον μια μεσόκοπη, μάλλον η γυναίκα αυτού που έπλεκε τα καλάθια, ένα ακόμη κορίτσι γύρω στα δώδεκα και μάλλον την παρέα συμπλήρωνε αυτός που οδηγούσε το ημιφορτηγό που πουλούσε καρπούζια με τη βούλα και που δεν τον έβλεπε αλλά τον άκουγε καθώς η ντουντούκα ακουγόταν σε ολόκληρο το νησί. Η μεσόκοπη γυναίκα είχε έρθει τώρα δίπλα στο γερο κι έφτιαχνε και ‘κείνη ένα καλάθι, ενώ η νεαρή είχε βρει μια βρύση κι έκανε το μπάνιο της με ένα μοναδικό τρόπο φορώντας τα ρούχα της. Έβρεχε ένα σφουγγάρι και το έβαζε κάτω από το ρούχο της, έπειτα έπαιρνε νερό με ένα κουβά και ξεπλενόταν. Προσαρμογή σε ειδικές συνθήκες αλλά πάντα με αίσθημα αιδούς. Αφού τελείωσε το μπάνιο της φόρεσε στεγνά ρούχα κι έβγαλε τα βρεγμένα από την πρωτότυπη διαδικασία πλυσίματος χωρίς να επιτρέψει σε κανένα βλέμμα να παρατηρήσει το κορμί της. Στη συνεχεία πήγε κοντά στους γέρους που έπλεκαν τα καλάθια, κάθισε παράμερα, πήρε μια χτένα, έλυσε τα μαλλιά της που ήταν μέχρι τη μέση και άρχισε να τα χτενίζει. Καθόταν σε ένα πεζούλι με το ένα πόδι διπλωμένο και τοποθετημένο σαν να καθόταν οκλαδόν και το άλλο να κρέμεται κάθετα από το πεζούλι. Κοιτούσε προς τη δύση και χτένιζε αδιάκοπα τα μαλλιά της. Ο ήλιος που είχε αρχίσει να πέφτει πέρναγε ανάμεσα από τα μαλλιά κάνοντας τα να φαίνονται ποτέ κόκκινα, ποτέ χρυσά. Το λευκό της πουκάμισο τόνιζε έντονα το μελαψό δέρμα των χεριών. Έδειχνε απόμακρη, σαν οπτασία. Στο δρόμο δίπλα, περνούσαν διάφοροι τουρίστες. Κοιτούσαν με εκείνη την απόλυτα ηλίθια περιέργεια που διακρίνει τους τουρίστες που παρατηρούν τα πάντα σαν να είναι μουσειακά εκθέματα, αδιάκριτα και μ’ εκείνο το βλακώδες χαμόγελο των δικαιωμένων εξερευνητών στα πρόσωπά τους. Για τους τσιγγάνους δεν συνέβαινε κυριολεκτικά τίποτα. Δεν σήκωσαν ούτε μια στιγμή το βλέμμα τους, έδειχναν να ζούνε σε μια άλλη διάσταση, απόλυτα ξένη από ότι συνέβαινε γύρω τους. Ο γέρος είχε τελειώσει το καλάθι που έφτιαχνε, πήρε από τη γρια μια έτοιμη βάση κι άρχισε να πλέκει το επόμενο. Τότε πρόσεξε πως η γρια έφτιαχνε μόνο τη βάση του καλαθιού ενώ ο γέρος έπλεκε το υπόλοιπο. Είχαν μοιράσει τις δουλειές. Πρόσεξε ακόμη ότι ο γέρος είχε περασμένο στο καρπό του χεριού του ένα κομπολόι. Ήταν μάλλον φτηνό, με μια κίτρινη φούντα στην άκρη. Μπορεί να ήταν κι ακριβό, όμως ήταν σίγουρος πως για τον γέρο δεν είχε σημασία. Πλαστικό ή κεχριμπάρι δεν είχε διαφορά. Εκείνος ήξερε ότι το κεχριμπάρι ήταν ακριβό κι ακόμη πως πιθανόν έκρυβε μέσα του το θάνατο ενός μικρού εντόμου, ο γέρος μάλλον δεν είχε ιδέα γι’ αυτά. Παραδίπλα η νεαρή είχε αρχίσει το μαγείρεμα. Είχε αλλάξει ρούχα, τώρα φόραγε μια μακριά ανοιχτόχρωμη φούστα και μια μπλούζα με ανοιχτό μπούστο και κοντό μανίκι με λάστιχα που έκαναν τα μανίκια να φουσκώνουν. Ήταν βέβαιος πως αυτό ήταν το καλό της ντύσιμο κι όλα έδειχναν πως εκείνη η ώρα που ο ήλιος κόντευε να δύσει ήταν η καλή τους ώρα. Υπήρχε κάτι τελετουργικό. Αύριο, μονολόγησε θα πάω να τους ζητήσω να με πάρουν μαζί τους για λίγο. Γιατί να μου το αρνηθούν, δεν θα τους είμαι βάρος. Το επόμενο πρωί βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε κάτω. Οι τσιγγάνοι είχαν φύγει. Δεν ήτανε γραφτό, μονολόγησε κουνώντας απογοητευμένος το κεφάλι του καθώς το όνειρο της τσιγγάνικης εμπειρίας χανόταν, κακό πράγμα η αναβολή.
|